- ταλαπενθής
- -ές, Α1. αυτός που υφίσταται υπομονετικά τις ταλαιπωρίες, καρτερικός2. κοπιώδης, κοπιαστικός3. θλιβερός.[ΕΤΥΜΟΛ. < ταλα- (βλ. λ. τάλας) + -πενθής (< πένθος), πρβλ. βαρυ-πενθής].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ταλαπενθής — bearing great griefs masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταλαπενθέα — ταλαπενθής bearing great griefs neut nom/voc/acc pl (epic ionic) ταλαπενθής bearing great griefs masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταλαπενθέας — ταλαπενθής bearing great griefs masc/fem acc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταλαπενθέος — ταλαπενθής bearing great griefs masc/fem/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταλάφρων — και ταλαίφρων και ταλασίφρων, ονος, ὁ, ἡ, Α 1. αυτός που μπορεί να υπομείνει πολλές ταλαιπωρίες, που αντέχει στις δυσκολίες, καρτερικός 2. στον τ. ταλασίφρων, συν. ως προσωνυμία τού Οδυσσέως) καρτερόψυχος («ἐφόβησε ταλάφρονά περ πολεμιστήν», Ομ.… … Dictionary of Greek